Η Κοινοτική νομοθεσία για τις γλώσσες
Η Ε.Ε. έχει θεσπίσει μέχρι σήμερα 23 επίσημες γλώσσες. Η βασική αρχή που διέπει την πολιτική υπέρ των γλωσσών είναι το όραμα ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει:
- να μπορούν να συνεισφέρουν στην οικοδόμηση της Ευρώπης
- να ενημερώνονται σχετικά με το ο, τιδήποτε η Ε.Ε. πρεσβεύει και πράττει
- να έχει πρόσβαση στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία στην γλώσσα που μπορούν να κατανοήσουν.
Το πρώτο δείγμα γραφής της ευρωπαϊκής νομοθεσίας υπέρ των γλωσσών είναι η Regulation No 1 του 1958, όπου προσδιορίζονται επίσημες γλώσσες και ο τρόπος χρήσης τους. Νέες γλώσσες έχουν προστεθεί με την προσάρτηση νέων κρατών μελών στην Ένωση. Ωστόσο, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών είναι μικρότερος από τον αριθμό των κρατών μελών, δεδομένου ότι ορισμένες χώρες έχουν την ίδια γλώσσα. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι επίσημες γλώσσες είναι τα γαλλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά, ενώ στην Κύπρο η πλειονότητα του πληθυσμού μιλά ελληνικά, που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους.
Στην ιδρυτική πράξη της Ε.Ε. (EU’s founding treaty) δηλώνεται ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες χαίρουν του δικαιώματος να εκφράζονται ενώπιον των οργάνων της Ε.Ε. σε όποια επίσημη γλώσσα της επιλογής τους, και να λαμβάνουν απάντηση σε επερωτήματα στην ίδια γλώσσα.
Ποιος αποφασίζει για τις επίσημες γλώσσες χρήσης εντός της Ε.Ε.;
Η εκάστοτε χώρα, πριν την εισχώρησή της στην Ένωση, ορίζει την ή τις γλώσσες που επιθυμεί να υιοθετήσει ως επίσημες ενώπιον των οργάνων της Ε.Ε. Όμως δεν είναι όλες οι επίσημες γλώσσες των κρατών μελών υποψήφιες για χρήση ως επίσημη της Ε.Ε.. Η αρχική απόφαση της χώρας μπορεί στην πορεία να αλλάξει— με την προϋπόθεση ότι όλες οι κυβερνήσεις των υπολοίπων κρατών μελών συμφωνήσουν.